μεταπωλώ

μεταπωλώ
μεταπωλώ, μεταπώλησα βλ. πίν. 73
——————
Σημειώσεις:
μεταπωλώ : μόνο σε επίσημο ύφος λόγου.
Σπάνια η χρησιμοποίηση της παθητικής φωνής (μεταπωλούμαι, βλ. πίν. 74 ).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταπωλώ — και μεταπουλώ και ματαπουλώ (Α μεταπωλώ, Μ μεταπουλῶ, έω) αγοράζω κάτι και τό πουλώ σε άλλους με σκοπό το κέρδος …   Dictionary of Greek

  • μεταπωλῶ — μεταπωλέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) μεταπωλέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταπώληση — η 1. (γενικά) η ενέργεια τού μεταπωλώ, η εκ νέου πώληση, το μεταπούλημα («η μεταπώληση τού σπιτιού δεν μού απέφερε τίποτε») 2. (ειδικά) η αγορά εμπορευμάτων και η πώλησή τους σε άλλον με κέρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπωλώ. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • αμεταπώλητος — η, ο [μεταπωλώ] αυτός που δεν μεταπωλήθηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταπωληθεί …   Dictionary of Greek

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μεταπουλώ — και ματαπουλώ (Μ μεταπουλῶ, έω) μεταπωλώ …   Dictionary of Greek

  • μεταπρατώ — μεταπρατῶ, έω (Μ) [μεταπράτης] αγοράζω κάτι και τό πουλώ στους άλλους, μεταπωλώ …   Dictionary of Greek

  • μεταπωλητής — και μεταπουλητής, ο 1. αυτός που ξαναπουλάει κάτι που αγόρασε 2. ο μεταπράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπωλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • ξαναπουλώ — (Μ ξαναπουλῶ, άω) 1. πουλώ ξανά 2. μεταπωλώ …   Dictionary of Greek

  • παλιγκαπηλεύω — (Α) πωλώ κάτι λειανικά, μεταπωλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + καπηλεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”